- κολλέσειος
- -α, -οφρ. «κολλέσειος σύνδεσμος»ανατ. παραφυάδα τού βουβωνικού συνδέσμου η οποία σχηματίζει το κάτω τοίχωμα τού έξω βουβωνικού στομίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επώνυμο τού Ιρλανδού χειρουργού Abraham Colles].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.